26/1/09

Παρουσίαση του βιβλίου μου: Φαρμακοδιατροφική

Αποτελεί κοινή πλέον αίσθηση ότι οι επιταγές της φαρμακολογίας και της διαιτητικής παρότι έχουν κοινό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την επιτυχή πρόληψη ή αντιμετώπιση της νόσου, εδώ και αρκετό καιρό έχουν πάρει διαφορετικές κατευθύνσεις. Το διάσημο ρητό του Ιπποκράτη « η τροφή σου να είναι το φάρμακο σου, και το φάρμακο σου να είναι η τροφή σου» στην πράξη έχει διαιρεθεί σε δυο σχολές: τη φαρμακολογική και τη διαιτητική.
Η φαρμακολογική σχολή ενώ γνωρίζει την επίδραση της τροφής στη νόσο, τείνει να αγνοεί την επίδραση της τροφής στο φάρμακο, περιορίζοντας την στο επίπεδο των φαρμακοκινητικού τύπου αλληλεπιδράσεων. Έτσι, οι ανεπιθύμητες ενέργειες ενός φαρμάκου που μπορεί να αποτελεί αγωγή βάσης για την καταπολέμηση της νόσου αντιμετωπίζονται είτε με την αντικατάσταση του από ένα ασφαλέστερο, αλλά όχι απαραίτητα αποτελεσματικότερο φάρμακο, είτε με την συγχορήγηση του με ένα δεύτερο φάρμακο που στόχο έχει να ελαττώσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες του πρώτου. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται η πολυφαρμακία και πιθανά ελαττώνεται η συμμόρφωση του ασθενή.
Από την άλλη μεριά η διαιτητική σχολή ενώ ευαγγελίζεται τη συνεισφορά της τροφής στην αντιμετώπιση της νόσου, αρκετά συχνά κωφεύει στο γεγονός ότι ο ασθενής θα πρέπει να λάβει φαρμακευτική αγωγή ή οποία θα πρέπει να παραμένει ανεπηρέαστη από την επίδραση της τροφής. Για παράδειγμα, η διαιτητική παρέμβαση με τροφές πλούσιες σε Κάλιο, είναι ασύμβατη με τη χορήγηση αντυπερτασικών της ομάδας των ανταγωνιστών του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης.
Η χημεία τροφίμων θεμελίωσε μια τρίτη διάσταση στο ζήτημα των σχέσεων του φαρμάκου με την τροφή . Κατ αρχήν με τις διαδικασίες της επεξεργασίας τροφίμων, δημιουργήθηκαν νέα τρόφιμα που αποτελούνται από τεχνητά μείγματα θρεπτικών στοιχείων. Τέτοιο παράδειγμα είναι τα εμπλουτισμένα τρόφιμα. Η χημεία τροφίμων εισήγαγε στην αντίστοιχη βιομηχανία τα πρόσθετα των τροφίμων που σε κάποιες περιπτώσεις είτε εμφανίζουν ενεργό φαρμακολογική δράση, είτε προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις, είτε τέλος προκαλούν αλληλεπιδράσεις με το φάρμακο. Έτσι, ο διαχωρισμός μεταξύ της επιλογής μεταξύ της «φυσικής» τροφής και της «χημικής» φαρμακευτικής αγωγής φαντάζει επιπόλαιος.
Τέλος, η φαρμακευτική κατάφερε να ενσωματώσει τις νέες γνώσεις σε σχέση με την κινητική των τροφών στο γαστρεντερικό σωλήνα και την επίδραση τους στο φάρμακο, δημιουργώντας στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα τη βιοφαρμακευτική και τη φαρμακοκινητική. Το γεγονός αυτό οδήγησε στη δημιουργία νέων φαρμακοτεχνικών μορφών όπως οι μορφές βραδείας/ ελεγχόμενης αποδέσμευσης. Η συμβολή της στη διάθεση μορφών που –μεταξύ άλλων πλεονεκτημάτων -παρακάμπτουν την επίδραση της τροφής σε διάφορα ή σε όλα τα σημεία του γαστρεντερικού σωλήνα (πχ ενέσιμες μορφές, υπόθετα, αεροσόλ) συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση των αλληλεπιδράσεων τροφής-φαρμάκου. Από την άλλη όμως μεριά, η φαρμακευτική απομακρύνθηκε από την ιδέα ότι η κατάλληλη τροφή θα μπορούσε αφενός μεν να αυξήσει την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, αφετέρου δε να βελτιώσει το προφίλ ασφαλείας του. Το φαινόμενο αυτό είναι πασιφανές εάν ανατρέξει κάποιος στα φύλλα οδηγιών των φαρμάκων, στα οποία ενώ αναφέρονται τροφές οι οποίες πρέπει να αποφεύγονται, δεν αναφέρονται τροφές οι οποίες θα έπρεπε να προστεθούν στο διαιτολόγιο του ασθενή επειδή βελτιώνουν είτε το κλινικό όφελος είτε την ασφάλεια του φαρμάκου.
Το βιβλίο αυτό έρχεται να καλύψει το βιβλιογραφικό κενό ανάμεσα στη φαρμακολογία και τη διαιτητική. Στόχος του είναι να αποτελέσει έναν επιστημονικό πυρήνα αναφοράς για το φαρμακοποιό το γιατρό και το διαιτολόγο για την από κοινού συμβολή τους στη διαχείριση της νόσου του ασθενή (disease management) με τέτοιο τρόπο που αφενός μεν να βελτιώνει τη συμμόρφωση του στη συνολική φαρμακευτική και διαιτητική φροντίδα, αφετέρου δε να μην παράγει αλληλοσυγκρουόμενα επιστημονικά αποτελέσματα.
Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο δεν αντικαθιστά κανένα εγχειρίδιο διαιτολογίας διότι στόχος του είναι η επίτευξη της μέγιστης αποτελεσματικότητας και ασφάλειας της προτεινόμενης φαρμακευτικής αγωγής, χωρίς να αγνοεί ότι ο ασθενής θα πρέπει παράλληλα να τρέφεται σωστά. Επίσης η παρεντερική διατροφή δεν αποτελεί στόχο ενημέρωσης του βιβλίου. Το βιβλίο αυτό δεν αντικαθιστά επίσης κανένα εγχειρίδιο φαρμακολογίας διότι δεν έχει στόχο να ενημερώσει τον αναγνώστη για το πλήρες φάσμα των ιδιοτήτων ή των ανεπιθύμητων ενεργειών των φαρμάκων που εξετάζει. Μόνο οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη διατροφή περιγράφονται.
Για να γεφυρωθεί η απόσταση αυτή ανάμεσα στη διαιτητική και τη φαρμακολογία, δημιούργησα μια νέας έννοια, την έννοια της φαρμακοδιατροφικής, για να γίνει αντιληπτή η σχέση του φαρμάκου με την τροφή πέρα από το επίπεδο των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Με τη χρήση του βιβλίου αυτού οι επιστήμονες της υγείας θα μπορούν αφενός μεν να μεγιστοποιούν τα οφέλη της φαρμακευτικής αγωγής με τη χρήση των κατάλληλων τροφών, αφετέρου δε θα μπορούν να προτείνουν κατάλληλες δίαιτες στον ασθενή λαμβάνοντας υπ όψιν τη φαρμακευτική του αγωγή.
Η συνολική αντιμετώπιση της νόσου στον 21ο αιώνα δεν θα πρέπει να περνά μέσα από το δίλημμα κατάλληλο φάρμακο ή κατάλληλη διατροφή, διότι και τα δύο έχουν τη θέση τους στη φαρμακοδιατροφική αντιμετώπιση της νόσου. Ελπίζω το βιβλίο να συμβάλει στην ισχυροποίηση της άποψης αυτής από τους επιστήμονες της υγείας.